- προσαναφλέγουσι
- πρόσ-ἀναφλέγωlight uppres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)πρόσ-ἀναφλέγωlight uppres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσαναφλέγω — Α 1. αναφλέγω κάτι επί πλέον («προσαναφλέγουσι τὸ πῡρ», Φίλ.) 2. μτφ. διεγείρω, υποκινώ ακόμη περισσότερο («προσαναφλέγειν ἐπιθυμίας», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναφλέγω «καίω, εξάπτω, υποκινώ»] … Dictionary of Greek